Ένας αλλόκοτος έρωτας....


Ερωτεύτηκα! Το ύψος και το βάθος του εαυτού σου. Ήταν η ώρα που το τρένο περνούσε, κι εγώ περίμενα. Περίμενα τη φυσική σου παρουσία να διαγραφεί στον ορίζοντα. Λαχταρούσα την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά, όπως ο παφλασμός της θάλασσας, έτοιμη να καταρρεύσει στο βάρος της συγκίνησης.

Και τότε ναι, σε είδα, ήσουν ρακένδυτος, αναμαλλιασμένος, αδύνατος πολύ. Τα χέρια σου διέγραφαν κύκλους στον αέρα, το βλέμμα σου φωτεινοσκότεινο, ο λόγος σου χειμαρρώδης. Κι εγώ σε κοίταζα και ήμουν ευτυχισμένη, μα πώς είναι δυνατόν μου λέγανε, μα εσύ έτσι, εσύ αλλιώς. Εγώ όμως αυτό.

Και ξέρεις, δε με ένοιαζε αν ο έρωτάς μου για σένα θα είχε ή όχι ανταπόκριση. Το μόνο που με ένοιαζε είναι ότι υπάρχεις. Ήθελα να χαθώ στον κόσμο σου, να γνωρίσω τα φαντάσματα που σε κατατρέχαν, να γελάσω με τα αστεία σου.

Κι έπλαθα τις δικές σου ιστορίες, ζούσα μαζί σου κάτω από γέφυρες και υπόγειες στοές, πάταγα σε λασπωμένα χώματα και μιλούσα τη δική σου γλώσσα, μήπως και αγγίξω έστω για λίγο τη δική σου οντότητα. Γιατί εσύ ίσως ήξερες κάτι παραπάνω, ίσως εκεί μακριά που κάθεσαι, βλέπεις ό,τι εμείς όλοι μαζί.

Και ναι. Δε φοβάμαι. Γιατί ξέρω ότι ο δικός σου κόσμος είναι πιο αγνός, πιο τίμιος. Και η καρδιά σου είναι ένα περιβόλι που ανθίζουν μοναδικά λουλούδια και τα σκαθάρια εκεί μιλάνε και οι λέξεις μπερδεύονται, αλλά πάντα λένε την αλήθεια, τη δική σου μοναδική αλήθεια.

Kαι πως να με έβλεπες; Μάγισσα κακιά, νεράιδα με μαγικό ραβδί, σαν τη μάνα που πέθανε, σαν την φίλη που απομακρύνθηκε μην μπορώντας να καταλάβει; Και ναι, πήγα και σου άφησα ένα λουλούδι, ένα λουλούδι λευκό, όπως η ψυχή σου.

Και την άλλη μέρα σε είδα να περιπλανιέσαι κρατώντας το. Σου άρεσε, το είδα στο βλέμμα σου ότι κάτι άνθισε. Και το κοίταζες, το περιεργαζόσουν κι όταν η μέλισσα ήρθε και έκατσε στο στήμονά του κάτι σκέφτηκες, κάποιος την έστειλε λες;

Και το κερί βάτραχο εγώ το άφησα. Και τη σοκολάτα και την κουβέρτα και τα γάντια. Ήθελα να σου αφήσω κι ένα μήνυμα, αλλά φοβήθηκα ότι δε θα μπορείς να το διαβάσεις, οι λέξεις θα γίνονταν καλικάντζαροι και ίσως σου προκαλούσαν τρόμο και ξέρεις δε θέλω να τρομάζεις.

Και σε ακολούθησα σε μία από τις μακρινές σου βόλτες, όχι δε φορούσα καπέλο, ούτε γυαλιά, ούτε κόκκινο φόρεμα, ούτε λευκά παπούτσια, ήμουνα όσο πιο διακριτική γίνεται για να μη νομίζεις ότι σε "παρακολουθούν". Αστείο ε;

Και τότε γύρισες και με κοίταξες. Εγώ δεν άλλαξα το βλέμμα μου. Κι εσύ παραξενεύτηκες; Μια φλόγα εκτοξεύτηκε. Μάλλον ήθελες να μιλήσεις, αλλά το μετάνιωσες. Και γύρισες να φύγεις, αλλά ξανακοίταξες πίσω, όπου εγώ σταμάτησα και μέτραγα τις πλάκες του πεζοδρομίου.

Και τότε οι ρόλοι μας αντιστράφηκαν, και η αλλόκοτη έγινα εγώ...Και έστριψα να φύγω, αλλά εσύ ήσουν τώρα αυτός που με πήρε από πίσω. Και κάτι ψιθύριζες, και μάδησες το βασιλικό και τον έτριψες στο πρόσωπο και στα χέρια σου, για να μυρίζεις όμορφα.

Περπάτησα προς το σπίτι. Δεν κοίταξα πίσω, αλλά ήμουνα σίγουρη ότι ήσουν εκεί. Και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Έκλεισα την αυλόπορτα, ανέβηκα τα σκαλιά, έκοψα ένα κλωνάρι βασιλικό από τη γλάστρα και μπήκα μέσα. Δεν άνοιξα το φως, πήγα κατευθείαν στο παράθυρο και κρυφοκοίταξα.

Και ναι, στεκόσουν εκεί και νομίζω, νομίζω λέω, με κοίταζες στα μάτια μέσα από τη γρίλια του ξεχαρβαλωμένου ρολού. Κι όταν πια κουράστηκα, έπεσα στην πολυθρόνα δίπλα μου και αποκοιμήθηκα σε έναν ύπνο βαθύ και γλυκό.

Την άλλη μέρα ξεχάστηκα. Ήπια χυμό μανταρίνι, πότισα τα λουλούδια, πήρα τα κλειδιά και βγήκα. Ακολούθησα τη διαδρομή της προηγούμενης μέρας. Είχε ήλιο, ήταν από τις μέρες της άνοιξης που ο περίπατος είναι απόλαυση. Νόμισα ότι είδα τη σκιά σου, αλλά έκανα λάθος. Συνέχισα.

Κι εκεί στο ξέφωτο, που το παγκάκι έχει θέα την πόλη σε είδα. Καθόσουνα, φορώντας τα γάντια με τα κομμένα δάχτυλα, κρατούσες το εξώφυλλο της σοκολάτας, είχες το κερί αναμμένο και μύριζες το λουλούδι που σου είχα χαρίσει. Κοιτούσες προς το μέρος μου σαν κάτι να περίμενες, σα να με περίμενες. Το βλέμμα σου είχε διαύγεια, το χαμόγελό σου απευθυνόταν σε μένα.

Μου έγνεψες να κάτσω δίπλα σου. Από τη μέσα τσέπη του παλτού σου έβγαλες ένα κουτί. Μου το έδωσες να το ανοίξω. Ήταν ένα τσιμπιδάκι με ένα λουλούδι, ένα δυο δοντάκια του ήταν σπασμένα.
Για λίγο κοίταξα μακριά, μετά εσένα, μετά κάτω, μετά πάνω και τέλος σε αγκάλιασα και σε φίλησα.

Ήταν η πιο γλυκιά αγκαλιά της ζωής μου. Η αγκαλιά μου...



Από τη joe για τη/τον κάθε joe που αναζητά τον ή τη joe...